σκολοπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκολοπίζω < ελληνιστική κοινή σκολοπίζω < αρχαία ελληνική σκόλοψ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκολοπίζω | σκολόπιζα | θα σκολοπίζω | να σκολοπίζω | σκολοπίζοντας | |
| β' ενικ. | σκολοπίζεις | σκολόπιζες | θα σκολοπίζεις | να σκολοπίζεις | σκολόπιζε | |
| γ' ενικ. | σκολοπίζει | σκολόπιζε | θα σκολοπίζει | να σκολοπίζει | ||
| α' πληθ. | σκολοπίζουμε | σκολοπίζαμε | θα σκολοπίζουμε | να σκολοπίζουμε | ||
| β' πληθ. | σκολοπίζετε | σκολοπίζατε | θα σκολοπίζετε | να σκολοπίζετε | σκολοπίζετε | |
| γ' πληθ. | σκολοπίζουν(ε) | σκολόπιζαν σκολοπίζαν(ε) |
θα σκολοπίζουν(ε) | να σκολοπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκολόπισα | θα σκολοπίσω | να σκολοπίσω | σκολοπίσει | ||
| β' ενικ. | σκολόπισες | θα σκολοπίσεις | να σκολοπίσεις | σκολόπισε | ||
| γ' ενικ. | σκολόπισε | θα σκολοπίσει | να σκολοπίσει | |||
| α' πληθ. | σκολοπίσαμε | θα σκολοπίσουμε | να σκολοπίσουμε | |||
| β' πληθ. | σκολοπίσατε | θα σκολοπίσετε | να σκολοπίσετε | σκολοπίστε | ||
| γ' πληθ. | σκολόπισαν σκολοπίσαν(ε) |
θα σκολοπίσουν(ε) | να σκολοπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σκολοπίσει | είχα σκολοπίσει | θα έχω σκολοπίσει | να έχω σκολοπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σκολοπίσει | είχες σκολοπίσει | θα έχεις σκολοπίσει | να έχεις σκολοπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σκολοπίσει | είχε σκολοπίσει | θα έχει σκολοπίσει | να έχει σκολοπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκολοπίσει | είχαμε σκολοπίσει | θα έχουμε σκολοπίσει | να έχουμε σκολοπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σκολοπίσει | είχατε σκολοπίσει | θα έχετε σκολοπίσει | να έχετε σκολοπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκολοπίσει | είχαν σκολοπίσει | θα έχουν σκολοπίσει | να έχουν σκολοπίσει |
| |
Μεταφράσεις
σκολοπίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.