σκαφίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σκᾰφῐδῐο- | ||||||||
| ονομαστική | τὸ | σκαφίδιον | τὰ | σκαφίδιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σκαφιδίου | τῶν | σκαφιδίων | ||||
| δοτική | τῷ | σκαφιδίῳ | τοῖς | σκαφιδίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σκαφίδιον | τὰ | σκαφίδιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σκαφίδιον | σκαφίδιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκαφιδίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκαφιδίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία 1
- σκαφίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκάφ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
σκαφίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (υποκοριστικό) μικρό μπολ
- ≈ συνώνυμα: σκάφιον
Ετυμολογία 2
- σκαφίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκαφίς, σκαφιδ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον → δείτε και τη λέξη σκάφος.
Ουσιαστικό
σκαφίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (υποκοριστικό) μικρό σκάφος, καραβάκι, καΐκι, μικρή λέμβος
Πηγές
- σκαφίδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκαφίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.