σκαφέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκαφέας | οι | σκαφείς |
| γενική | του | σκαφέα & σκαφέως |
των | σκαφέων |
| αιτιατική | τον | σκαφέα | τους | σκαφείς |
| κλητική | σκαφέα | σκαφείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκαφέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκαφεύς από την αιτιατική σε -έα
Προφορά
- ΔΦΑ : /skaˈfe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐φέ‐ας
Μεταφράσεις
σκαφέας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.