σινεφιλικός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σινεφιλικός | η | σινεφιλική | το | σινεφιλικό |
| γενική | του | σινεφιλικού | της | σινεφιλικής | του | σινεφιλικού |
| αιτιατική | τον | σινεφιλικό | τη | σινεφιλική | το | σινεφιλικό |
| κλητική | σινεφιλικέ | σινεφιλική | σινεφιλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σινεφιλικοί | οι | σινεφιλικές | τα | σινεφιλικά |
| γενική | των | σινεφιλικών | των | σινεφιλικών | των | σινεφιλικών |
| αιτιατική | τους | σινεφιλικούς | τις | σινεφιλικές | τα | σινεφιλικά |
| κλητική | σινεφιλικοί | σινεφιλικές | σινεφιλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ne.fi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐νε‐φι‐λι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κινηματογράφος, κινώ, γράφω και φίλος
Μεταφράσεις
σινεφιλικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.