σινεφίλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σινεφίλ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cinéphile < ciné (< cinéma < cinématographe < αρχαία ελληνική κίνημα < κινέω + γράφω) +‎ -phile (< αρχαία ελληνική φίλος)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.neˈfil/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σινεφίλ

Επίθετο

σινεφίλ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (κινηματογράφος) που αγαπάει τον κινηματογράφο και του αρέσει να βλέπει πολλές και καλές ταινίες ή ταινίες πιο «ψαγμένες» και με ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά
  2. (κινηματογράφος) ως χαρακτηρισμός τέτοιου είδους ταινίας

Συνώνυμα

Συγγενικά

Ουσιαστικό

σινεφίλ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.