σικύα

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

σικύα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σικύα

Ουσιαστικό

σικύα θηλυκό

  1. (φυτό) κολοκυθιά
  2. μικρό γυάλινο ποτήρι, η βεντούζα
  3. ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από τη χρήση βεντούζας, επίσπαση
  4. καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων

Πολυλεκτικοί όροι

  • μαιευτική σικύα
  • χαρακτή σικύα

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

σικύα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σικύα, -ας θηλυκό

  1. είδος καρπού (ίσως το πεπόνι)
  2. (φυτό) (κολοκυνθίς) αγριοκολοκυθιά
  3. (φυτό) (σικύα ἰνδική) κολοκυθιά
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 53 @scaife.perseus, @el.wikisource
    Μηνόδωρος δ’ ὁ Ἐρασιστράτειος, Ἱκεσίου φίλος ‘τῶν κολοκυντῶν, φησίν, ἣ μὲν Ἰνδική, ἡ καὶ αὐτὴ καὶ σικύα, ἣ δὲ κολοκύντη. καὶ ἡ μὲν Ἰνδικὴ κατὰ τὸ πλεῖστον ἕψεται, ἡ δὲ κολοκύντη καὶ ὀπτᾶται.’
  4. είδος βεντούζας που είχε το σχήμα της κολοκύθας και χρησίμευε για αφαίμαξη
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 79e (79e-80a) @scaife.perseus
    καὶ δὴ καὶ τὰ τῶν περὶ τὰς ἰατρικὰς σικύας παθημάτων αἴτια καὶ τὰ τῆς καταπόσεως τά τε τῶν ῥιπτουμένων, ὅσα ἀφεθέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται, ταύτῃ διωκτέον,
     συνώνυμα: λατινικά cucurbita

  • ιωνικός τύπος: σικύη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.