σιελόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιελόρροια | οι | σιελόρροιες |
| γενική | της | σιελόρροιας | των | σιελορροιών |
| αιτιατική | τη | σιελόρροια | τις | σιελόρροιες |
| κλητική | σιελόρροια | σιελόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιελόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sialorrhé < αρχαία ελληνική σίαλος (σάλιο) + -ρροια (<ρέω)
Ουσιαστικό
σιελόρροια θηλυκό
- η αυξημένη παραγωγή σάλιου, κάτι που συχνά οφείλεται σε ψυχογενή αίτια, φάρμακα που περιέχουν βαρέα μέταλλα ή άλλη νόσο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.