σιελογόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιελογόνος η σιελογόνος
& σιελογόνα
το σιελογόνο
      γενική του σιελογόνου της σιελογόνου
& σιελογόνας
του σιελογόνου
    αιτιατική τον σιελογόνο τη σιελογόνο
& σιελογόνα
το σιελογόνο
     κλητική σιελογόνε σιελογόνε
& σιελογόνα
σιελογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιελογόνοι οι σιελογόνοι
& σιελογόνες
τα σιελογόνα
      γενική των σιελογόνων των σιελογόνων των σιελογόνων
    αιτιατική τους σιελογόνους τις σιελογόνους
& σιελογόνες
τα σιελογόνα
     κλητική σιελογόνοι σιελογόνοι
& σιελογόνες
σιελογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σιελογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sialogène < ελληνιστική κοινή σίελος (< αρχαία ελληνική σίαλος) + -γόνος (< γίγνομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.e.lo.ˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιελογόνος

Επίθετο

σιελογόνος, -ος / -α, -ο

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.