σηκώνω τα χέρια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

<  δείτε τις λέξεις σηκώνω και χέρια

Έκφραση

σηκώνω τα χέρια

  • έκφραση που λέγεται κυρίως σε αδυναμία περαιτέρω ενέργειας είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω έκδηλης ματαιότητας
* "οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια, ότι ήταν δυνατόν να προσφέρουν το πρόσφεραν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.