σερπαντίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σερπαντίνα | οι | σερπαντίνες |
| γενική | της | σερπαντίνας | των | σερπαντινών |
| αιτιατική | τη | σερπαντίνα | τις | σερπαντίνες |
| κλητική | σερπαντίνα | σερπαντίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σερπαντίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική serpantin[1] < λατινική serpantinus

Δίχρωμη σερπαντίνα.
Ουσιαστικό
σερπαντίνα θηλυκό
- λεπτή χάρτινη κορδέλα τυλιγμένη σε καρούλι και ξετυλίγεται με φύσημα. Χρησιμοποιείται μαζί με τα κομφετί
την Αποκριά.
Αναφορές
- σερπαντίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.