σεληναίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

σεληναίο

  1. σεληναίος, στην αιτιατική του ενικού

σεληναίο, ουδέτερο του σεληναίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.