σεισμογραφικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σεισμογραφικό | τα | σεισμογραφικά |
| γενική | του | σεισμογραφικού | των | σεισμογραφικών |
| αιτιατική | το | σεισμογραφικό | τα | σεισμογραφικά |
| κλητική | σεισμογραφικό | σεισμογραφικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεισμογραφικό < σεισμογραφικός
Ουσιαστικό
σεισμογραφικό ουδέτερο
- πλοίο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά αντισεισμικά ερευνητικά προγράμματα σε θαλάσσιες περιοχές
Συγγενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σεισμογραφικό
- αιτιατική ενικού του σεισμογραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σεισμογραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.