σβάρνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σβάρνισμα τα σβαρνίσματα
      γενική του σβαρνίσματος των σβαρνισμάτων
    αιτιατική το σβάρνισμα τα σβαρνίσματα
     κλητική σβάρνισμα σβαρνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σβάρνισμα < σβαρνίζω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsvaɾ.ni.zma/

Ουσιαστικό

σβάρνισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.