σαόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σαόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
σαόω/σαῶ
- επικός τύπος του σῴζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 83
- σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις.
- και σκέψου αν θα με σώσεις».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 452 (451-453)
- Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, | πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ᾽ ἐσάωσεν | ἐς ποταμοῦ προχοάς·
- Ευχήθηκε κι ευθύς ο ποταμός ανέκοψε το ρέμα, | σταμάτησε το κύμα, μπροστά του τα νερά γαλήνεψε, | τον πήρε και τον έσωσε στις εκβολές του.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, | πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ᾽ ἐσάωσεν | ἐς ποταμοῦ προχοάς·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 162 (4.162)
- δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν, τῷ ποτ᾽ ἐκ πόντου σαώθη
- και το βαθύμαλλο το δέρμα να φέρουμε εδώ πέρα του κριαριού, που κάποτε τον έσωσε απ᾽ το κύμα
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν, τῷ ποτ᾽ ἐκ πόντου σαώθη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 83
Συγγενικά
- σαόμβροτος
- σαόπτολις
- σάος
- σαοσίμβροτος
- σαοστρέω
- σαοφρονέω
- σαόφρων
- → και δείτε τη λέξη σῴζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- σαόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.