σαρκώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαρκώνω < ελληνιστική κοινή σαρκόω / σαρκῶ < αρχαία ελληνική σάρξ

Ρήμα

σαρκώνω (παθητική φωνή: σαρκώνομαι)

  1. καλύπτω ένα τραύμα, μια πληγή κ.λπ. με σάρκα
  2. παθητική φωνή: σαρκώνομαι: άλλη μορφή του ενσαρκώνομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.