σαραντίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαραντίζω < σαράντα + -ίζω

Ρήμα

σαραντίζω

  • (για γυναίκα που γέννησε ή το νεογέννητο) κλείνω σαράντα μέρες από τη γέννα


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.