σαραντάρη

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

σαραντάρη

  1. σαραντάρης, στη γενική του ενικού
  2. σαραντάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. σαραντάρης, στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.