σαρακοστεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαρακοστεύω < Σαρακοστή + -εύω

Ρήμα

σαρακοστεύω

  1. (λαϊκότροπο) περνάω τη Σαρακοστή (νηστεύοντας)
  2. (κατ’ επέκταση) νηστεύω ή (γενικότερα) εγκρατεύομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.