σαμαρινιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαμαρινιώτικος η σαμαρινιώτικη το σαμαρινιώτικο
      γενική του σαμαρινιώτικου της σαμαρινιώτικης του σαμαρινιώτικου
    αιτιατική τον σαμαρινιώτικο τη σαμαρινιώτικη το σαμαρινιώτικο
     κλητική σαμαρινιώτικε σαμαρινιώτικη σαμαρινιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαμαρινιώτικοι οι σαμαρινιώτικες τα σαμαρινιώτικα
      γενική των σαμαρινιώτικων των σαμαρινιώτικων των σαμαρινιώτικων
    αιτιατική τους σαμαρινιώτικους τις σαμαρινιώτικες τα σαμαρινιώτικα
     κλητική σαμαρινιώτικοι σαμαρινιώτικες σαμαρινιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαμαρινιώτικος < Σαμαρινιώτης + -ικος

Επίθετο

σαμαρινιώτικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.