σαλαμοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαλαμοποίηση | οι | σαλαμοποιήσεις |
| γενική | της | σαλαμοποίησης* | των | σαλαμοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | σαλαμοποίηση | τις | σαλαμοποιήσεις |
| κλητική | σαλαμοποίηση | σαλαμοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σαλαμοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαλαμοποίηση < σαλάμι + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική salami tactics[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Salamitaktik[2])
Συγγενικά
- σαλαμοποιώ
- → δείτε τις λέξεις σαλάμι και ποιώ
Μεταφράσεις
- {σαλαμοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.