σίνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- σίνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σίνος, -εος, -ους ουδέτερο
- βλάβη, καταστροφή, τραυματισμός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 65.2
- Δημάρητε, οὐκ ἔστι ὅκως οὐ μέγα τι σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στρατιῇ.
- Δημάρατε, αναπόφευκτα ο στρατός του βασιλιά θα δεχτεί κάποιο μεγάλο χτύπημα.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Δημάρητε, οὐκ ἔστι ὅκως οὐ μέγα τι σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στρατιῇ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Κατ’ ἰητρεῖον, (De officina medici), 25, @scaife.perseus
- Τουτέων ἁπάντων αἱ αὐταὶ ξυμμετρίαι τῆς ἐπιδέσιος· ᾗ μὲν γὰρ τὰ σίνη, μάλιστα πιέζει· ὑποτιθέναι οὖν μαλθακόν τι ἁρμόζον τῷ πάθει·
- ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης αναφέρεται στην επίδεση των τραυμάτων.
- Τουτέων ἁπάντων αἱ αὐταὶ ξυμμετρίαι τῆς ἐπιδέσιος· ᾗ μὲν γὰρ τὰ σίνη, μάλιστα πιέζει· ὑποτιθέναι οὖν μαλθακόν τι ἁρμόζον τῷ πάθει·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 44, @scaife.perseus
- Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα σίνεα κατ ἀγκῶνα ὀχλώδεα·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 65.2
- (για πράγματα) όλεθρος, δυστυχία, μάστιγα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 734
- μέγα σίνος πολυκτόνον.
- πολύφονη ζημιά μεγάλη·.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- μέγα σίνος πολυκτόνον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 734
- σωματικό ελάττωμα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ισοκράτης, Επιστολές (Ισοκράτης), Ἀντιπάτρῳ, 4.11, @scaife.perseus
- ἔτι δὲ καὶ τὸ σωμάτιον οὐκ εὐκρινὲς ὂν ἀλλ’ ἔχον ἄττα σίνη νομίζειν ἐμποδιεῖν αὑτὸν πρὸς πολλὰ τῶν πραγμάτων.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ισοκράτης, Επιστολές (Ισοκράτης), Ἀντιπάτρῳ, 4.11, @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σίνομαι
Πηγές
- σίνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.