σίνομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σίνομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σίνομαι

  1. βλάπτω, λυμαίνομαι, ληστεύω, λεηλατώ, καταστρέφω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 6 (στίχοι 4-6)
    οἳ πρὶν μέν ποτε ναῖον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ, | ἀγχοῦ Κυκλώπων, ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων, | οἵ σφεας σινέσκοντο, βίηφι δὲ φέρτεροι ἦσαν.
    Που άλλοτε κατοικούσαν στην ευρύχωρη Υπερεία, | κοντά στους αλαζόνες Κύκλωπες. | Όμως αυτοί, ασυναγώνιστοι όπως ήταν στη βία και στη δύναμη, συχνά τους έβλαπταν.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 114 (στίχοι 112-114)
    «εἰ δ᾽ ἄγε δή μοι τοῦτο, θεά, νημερτὲς ἐνίσπες, | εἴ πως τὴν ὀλοὴν μὲν ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν, | τὴν δέ κ᾽ ἀμυναίμην, ὅτε μοι σίνοιτό γ᾽ ἑταίρους.»
    «Τώρα, θεά, πες μου κι αυτό και μη μου κρύψεις την αλήθεια· | πώς θα μπορούσα, αν τη φριχτή αποφύγω Χάρυβδη, να φυλαχτώ | κι από την άλλη πολεμώντας, την ώρα που θα αρπάζει τους συντρόφους μου;»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 31.1
    ἡ δὲ χώρη αὕτη ἐστὶ μητρόπολις Δωριέων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ. ταύτην ὦν τὴν Δωρίδα γῆν οὐκ ἐσίναντο ἐσβαλόντες οἱ βάρβαροι· ἐμήδιζόν τε γὰρ καὶ οὐκ ἐδόκεε Θεσσαλοῖσι.
    κι αυτή η χώρα είναι η μητρόπολη των Δωριέων της Πελοποννήσου. Λοιπόν αυτή τη χώρα, τη Δωρίδα, δεν τη διαγούμισαν οι βάρβαροι στο πέρασμά τους, γιατί οι κάτοικοί της μήδιζαν και οι Θεσσαλοί δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  2. (γενικότερα) πλήττω, βλάπτω, ζημιώνω
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 318 (317-319)
    αἰδὼς δ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένον ἄνδρα κομίζειν, | αἰδώς, ἥ τ᾽ ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ᾽ ὀνίνησιν· | αἰδώς τοι πρὸς ἀνολβίῃ, θάρσος δὲ πρὸς ὄλβῳ.
    Δε φτάνει η ντροπή για να χορτάσει τον άντρα που ᾽χει ανάγκη, | ντροπή που τους ανθρώπους βλάπτει πολύ ή ωφελεί. | Κοντά στη φτώχεια η ντροπή, στον πλούτο πλάι το θράσος.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.5
    ὁ δὲ ὠφελεόμενος ἥδεται καὶ οὐδὲν σίνεται τὸν τροχίλον.
    ο [κροκόδειλος] λοιπόν έχει όφελος, ευχαριστιέται και δεν κάνει κακό στον τροχίλο.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  3. (στον πόλεμο) τραυματίζω, βλάπτω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 147.1
    ἐπιλέγων δὲ τὸν λόγον τόνδε ταῦτα ἐνετέλλετο, ὡς εἰ μὲν ἀπώλοντο οἱ κατάσκοποι, οὔτ᾽ ἂν τὰ ἑωυτοῦ πρήγματα προεπύθοντο οἱ Ἕλληνες ἐόντα λόγου μέζω, οὔτ᾽ ἄν τι τοὺς πολεμίους μέγα ἐσίναντο ἄνδρας τρεῖς ἀπολέσαντες·
    Κι έδωσε αυτή την εντολή προσθέτοντας κι αυτό το επιχείρημα, δηλαδή: αν οι κατάσκοποι θανατώνονταν, ούτε οι Έλληνες θα μπορούσαν να μάθουν από τα πριν τη δύναμή του, που ήταν μεγαλύτερη απ᾽ ό,τι υπολόγιζαν, κι ούτε θα προκαλούσαν καμιά μεγάλη ζημιά στον εχθρό σκοτώνοντας τρεις άντρες·
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr

  • αιολικός τύπος: σίννομαι
  • ιωνικός τύπος: σινέομαι
  • επικός τύπος: β' ενικ. ενεστ. ή αόρ. υποτ. σίνηαι
  • ιωνικός τύπος: παρατ. γ' ενικ. σινέσκετο
  • ιωνικός τύπος: παρατ. γ' πληθ. σινέσκοντο
  • ιωνικός τύπος: αόρ. ἐσινέατο
  • σινόω: μεταγενέστερη, άλλη μορφή του σίνομαι

Σύνθετα

  • ἐπισίνομαι
  • κατασίνομαι
  • προσίνομαι

Συγγενικά

  • ἀσινής
  • ἐπισινής
  • ἐπισίνιος
  • σίνις
  • Σίνις
  • σίνος
  • σινότης
  • σίντης
  • Σίντιες
  • Σιντιακός
  • σίντις
  • σίνων
  • σινάμωρος
  • σίντωρ
  • σινόδους
  • σινόδων
  • σινώδους
  • σινώδων
  • Σίνων

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.