σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
- αναφέρεται σε τυφλή, πειθήνια υποταγή κυρίως σε αυθαιρεσίες.
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
Συνώνυμα
- σήκω πάνω, κάτσε κάτω
Μεταφράσεις
σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.