ρώμι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρώμι < → δείτε τη λέξη ρούμι
Ουσιαστικό
ρώμι ουδέτερο (καθαρεύουσα)
- (παρωχημένο, ποτό) ρούμι
- ※ ἐμβῆκε νὰ πίῃ ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, 1896)
- ※ Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν (Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Βαρυχειμωνιά, 1891)
- ※ γενική ρωμίου: είχε παραλάβει μεθ' εαυτού φιαλίδιον ρωμίου και ήρχισε να προστρίβη τα μέλη του γέροντος (Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Βαρυχειμωνιά, 1891)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.