ρούνοι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ρούνοι
      γενική των ρούνων
    αιτιατική τους ρούνους
     κλητική ρούνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η επιγραφή Pforzen, σε ρούνους

Ετυμολογία

ρούνοι < (λόγιο δάνειο) γερμανική Rune (πληθυντικός Runen) + -οι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾu.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρούνοι

Ουσιαστικό

ρούνοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • το αρχαίο αλφαβητικό σύστημα γραφής των βόρειων λαών της Ευρώπης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.