ρουσφετολογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρουσφετολογικά < ρουσφετολογικός + -ά
Μεταφράσεις
ρουσφετολογικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ρουσφετολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρουσφετολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.