ροογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ροογράφημα | τα | ροογραφήματα |
| γενική | του | ροογραφήματος | των | ροογραφημάτων |
| αιτιατική | το | ροογράφημα | τα | ροογραφήματα |
| κλητική | ροογράφημα | ροογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
/?/
Ετυμολογία el
ροογράφημα < ροή + γράφημα
Ουσιαστικό
το ροογράφημα (el) ουδέτερο, ενικός
τα ροογραφήματα (el) ουδέτερο, ενικός
- το διάγραμμα ροής
Συνώνυμα
- ροόγραμμα
-
Διάγραμμα ροής στη Βικιπαίδεια

-
Flowchart στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.