ριζίτικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριζίτικο τα ριζίτικα
      γενική του ριζίτικου των ριζίτικων
    αιτιατική το ριζίτικο τα ριζίτικα
     κλητική ριζίτικο ριζίτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριζίτικο < ριζά + -ίτικο

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈzi.ti.ko/

Επίθετο

ριζίτικο ουδέτερο

  • το δημοτικό τραγούδι της Κρήτης με ηρωικό περιεχόμενο, που τραγουδιέται γύρω από το τραπέζι, από άνδρες και χωρίς μουσική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.