ρεφορμισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεφορμισμός οι ρεφορμισμοί
      γενική του ρεφορμισμού των ρεφορμισμών
    αιτιατική τον ρεφορμισμό τους ρεφορμισμούς
     κλητική ρεφορμισμέ ρεφορμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεφορμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική réformisme[1]

Ουσιαστικό

ρεφορμισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.