ρεφερής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεφερής οι ρεφερήδες
      γενική του ρεφερή των ρεφερήδων
    αιτιατική τον ρεφερή τους ρεφερήδες
     κλητική ρεφερή ρεφερήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεφερής < (άμεσο δάνειο) αγγλική referee + για προσαρμογή σε ελληνική κλίση (ρεφερ(ί) + -ής) Και συχνότερη προφορά ρέφερης.

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.feˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεφερής

Ουσιαστικό

ρεφερής αρσενικό

  • (παρωχημένο, λαϊκότροπο, αθλητισμός) λιγότερο συχνή προφορά του ρέφερης  δείτε ρέφερι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.