ρεφερής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρεφερής | οι | ρεφερήδες |
| γενική | του | ρεφερή | των | ρεφερήδων |
| αιτιατική | τον | ρεφερή | τους | ρεφερήδες |
| κλητική | ρεφερή | ρεφερήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.feˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐φε‐ρής
Ουσιαστικό
ρεφερής αρσενικό
Μεταφράσεις
ρεφερής
|
→ δείτε τη λέξη διαιτητής |
Πηγές
- ρεφερής - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.