ρευματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρευματικός | η | ρευματική | το | ρευματικό |
| γενική | του | ρευματικού | της | ρευματικής | του | ρευματικού |
| αιτιατική | τον | ρευματικό | τη | ρευματική | το | ρευματικό |
| κλητική | ρευματικέ | ρευματική | ρευματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρευματικοί | οι | ρευματικές | τα | ρευματικά |
| γενική | των | ρευματικών | των | ρευματικών | των | ρευματικών |
| αιτιατική | τους | ρευματικούς | τις | ρευματικές | τα | ρευματικά |
| κλητική | ρευματικοί | ρευματικές | ρευματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρευματικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ρευματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.