ρεοστάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεοστάτης οι ρεοστάτες
      γενική του ρεοστάτη των ρεοστατών
    αιτιατική τον ρεοστάτη τους ρεοστάτες
     κλητική ρεοστάτη ρεοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεοστάτης < ρέ(ω) + -ο- + -στάτης

Ουσιαστικό

ρεοστάτης και ροοστάτης αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.