ρεμπετεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεμπετεύω < ρεμπέτης + -εύω

Ρήμα

ρεμπετεύω

  1. (σπάνιο) είμαι ρεμπέτης ή ζω σαν αυτούς
  2. (σπάνιο, μεταφορικά, κατ’ επέκταση) γλεντοκοπώ και ασωτεύω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.