ρεβάνς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρεβάνς < (λόγιο δάνειο) γαλλική revanche[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeˈvans/
Ουσιαστικό
ρεβάνς θηλυκό άκλιτο
- η επανάληψη ενός αγώνα ή ενός παιχνιδιού, όπου ο ηττημένος ελπίζει να κερδίσει ή να ισοφαρίσει
Μεταφράσεις
- ρεβάνς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.