ρασιοναλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρασιοναλιστικός | η | ρασιοναλιστική | το | ρασιοναλιστικό |
| γενική | του | ρασιοναλιστικού | της | ρασιοναλιστικής | του | ρασιοναλιστικού |
| αιτιατική | τον | ρασιοναλιστικό | τη | ρασιοναλιστική | το | ρασιοναλιστικό |
| κλητική | ρασιοναλιστικέ | ρασιοναλιστική | ρασιοναλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρασιοναλιστικοί | οι | ρασιοναλιστικές | τα | ρασιοναλιστικά |
| γενική | των | ρασιοναλιστικών | των | ρασιοναλιστικών | των | ρασιοναλιστικών |
| αιτιατική | τους | ρασιοναλιστικούς | τις | ρασιοναλιστικές | τα | ρασιοναλιστικά |
| κλητική | ρασιοναλιστικοί | ρασιοναλιστικές | ρασιοναλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρασιοναλιστικός < ρασιοναλιστής
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ρασιοναλιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.