ρασιοναλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρασιοναλιστής οι ρασιοναλιστές
      γενική του ρασιοναλιστή των ρασιοναλιστών
    αιτιατική τον ρασιοναλιστή τους ρασιοναλιστές
     κλητική ρασιοναλιστή ρασιοναλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρασιοναλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική rationaliste[1]

Ουσιαστικό

ρασιοναλιστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.