ρέντγκεν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρέντγκεν < γερμανική röntgen < Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν, Γερμανός φυσικός που ανακάλυψε τις ακτίνες Χ
Ουσιαστικό
ρέντγκεν ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) μονάδα υψίσυχνης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, η οποία ισούται με την ποσότητα της ακτινοβολίας που είναι απαραίτητη για την παραγωγή μίας ηλεκτροστατικής μονάδας φορτίου ανά κυβικό εκατοστό ξηρού αέρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.