ράφτινγκ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ράφτινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) αθλητική και ψυχαγωγική ομαδική δραστηριότητα που περιλαμβάνει την κωπηλασία σε ποτάμια με φουσκωτά σκάφη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
