ράφτινγκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ράφτινγκ < αγγλική rafting
ράφτινγκ σε ποταμό της Βραζιλίας

Ουσιαστικό

ράφτινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) αθλητική και ψυχαγωγική ομαδική δραστηριότητα που περιλαμβάνει την κωπηλασία σε ποτάμια με φουσκωτά σκάφη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.