πόκος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πόκος < πέκω

Ουσιαστικό

πόκος αρσενικό πληθ. πόκες ή πόκαι

  • το ποκάρι, το μαλλί προβάτου μόλις κουρευτεί από το σώμα του, μαλλί ακατέργαστο, τουλούπα μαλλιού

Παράγωγα

  • ποκάς-άδος=μαλλί, τρίχες κεφαλής
  • ποκίζω, κουρεύω

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.