πωλησιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πωλησιμότητα | οι | πωλησιμότητες |
| γενική | της | πωλησιμότητας | των | πωλησιμοτήτων |
| αιτιατική | την | πωλησιμότητα | τις | πωλησιμότητες |
| κλητική | πωλησιμότητα | πωλησιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.