πυριτιωμένος

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | ||
|---|---|---|---|
| ονομαστική | πυριτιωμένος | πυριτιωμένη | πυριτιωμένο |
| γενική | πυριτιωμένου | πυριτιωμένης | πυριτιωμένου |
| αιτιατική | πυριτιωμένο | πυριτιωμένη | πυριτιωμένο |
| κλητική | πυριτιωμένε | πυριτιωμένη | πυριτιωμένο |
| πτώση | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | πυριτιωμένοι | πυριτιωμένες | πυριτιωμένα |
| γενική | πυριτιωμένων | πυριτιωμένων | πυριτιωμένων |
| αιτιατική | πυριτιωμένους | πυριτιωμένες | πυριτιωμένα |
| κλητική | πυριτιωμένοι | πυριτιωμένες | πυριτιωμένα |
πέτρωμα που κρυσταλλοποιήθηκε παρουσία πυριτίου[1]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.