πτισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πτισμός | οἱ | πτισμοί |
| γενική | τοῦ | πτισμοῦ | τῶν | πτισμῶν |
| δοτική | τῷ | πτισμῷ | τοῖς | πτισμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | πτισμόν | τοὺς | πτισμούς |
| κλητική ὦ! | πτισμέ | πτισμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτισμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτισμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πτισμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) η εκλέπιση, το ξεφλούδισμα κριθαριού ή άλλων σιτηρών
Εκφράσεις
- προσαυλεῖν πτισμόν: το να τραγουδάς τραγούδι της εργασίας του πτισμού
Συγγενικά
- πτισάνη χόνδροι κριθαριού και αφέψημα
- πτισάνης
- πτίσμα
- πτισμός
- πτισσουσών ωδή
- πτιστέον
- πτιστής
- πτιστικός
- και → δείτε τη λέξη πτίσσω
Πηγές
- πτισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.