πτισάνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πτισάνη | οι | πτισάνες |
| γενική | της | πτισάνης | των | πτισανών |
| αιτιατική | την | πτισάνη | τις | πτισάνες |
| κλητική | πτισάνη | πτισάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτισάνη < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
πτισάνη θηλυκό
- αφέψημα που περιέχει μικρή αναλογία φαρμάκου
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πτισάνη < πτίσσω
Ουσιαστικό
πτισάνη θηλυκό
- το αποφλοιωμένο κριθάρι
- ρόφημα που προέρχεται από χόνδρους απολεπισμένου κριθαριού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.