πτισάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτισάνη οι πτισάνες
      γενική της πτισάνης των πτισανών
    αιτιατική την πτισάνη τις πτισάνες
     κλητική πτισάνη πτισάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτισάνη < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

πτισάνη θηλυκό

  • αφέψημα που περιέχει μικρή αναλογία φαρμάκου


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πτισάνη < πτίσσω

Ουσιαστικό

πτισάνη θηλυκό

  1. το αποφλοιωμένο κριθάρι
  2. ρόφημα που προέρχεται από χόνδρους απολεπισμένου κριθαριού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.