πτίσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πτίττω (αττικός τύπος )
Εκφράσεις
- πτισσουσῶν ᾠδή τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες όση ώρα κριθάριζαν -όταν καθάριζαν πολλές μαζί το κριθάρι-
- (Αριστοφάνης, Αποσπάσματα, 339, και πτισσουσῶν 352 @loeb
Σύνθετα
- ἀποπτίσσω
- διαπτίσσω
- ἐκπτίσσω
- ἐμπτίσσω
- ἐπιπτίσσομαι
- καταπτίσσω
- περιπτίσσω
- ὑποπτίσσω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- πτίσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτίσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.