πτήσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πτήσσω < πιθανές ρίζες -πτα και -πτω και πτω
Ρήμα
πτήσσω
- φοβάμαι, ζαρώνω, δειλιάζω όταν είναι αμετάβατο. Στην αρχαία ελληνικά όταν το χρησιμοποιούσαν μερικές φορές ως μεταβατικό, σήμαινε το φοβερίζω κάποιον, τον απειλώ, τον τρομάζω, τον κάνω να ζαρώσει από το φόβο του. Αναπτύχθηκε από την ίδια ρίζα παράλληλα με το πτώσσω και το πτοώ
Μεταφράσεις
πτήσσω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.