πρωτόμπαρκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτόμπαρκος | η | πρωτόμπαρκη | το | πρωτόμπαρκο |
| γενική | του | πρωτόμπαρκου | της | πρωτόμπαρκης | του | πρωτόμπαρκου |
| αιτιατική | τον | πρωτόμπαρκο | την | πρωτόμπαρκη | το | πρωτόμπαρκο |
| κλητική | πρωτόμπαρκε | πρωτόμπαρκη | πρωτόμπαρκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτόμπαρκοι | οι | πρωτόμπαρκες | τα | πρωτόμπαρκα |
| γενική | των | πρωτόμπαρκων | των | πρωτόμπαρκων | των | πρωτόμπαρκων |
| αιτιατική | τους | πρωτόμπαρκους | τις | πρωτόμπαρκες | τα | πρωτόμπαρκα |
| κλητική | πρωτόμπαρκοι | πρωτόμπαρκες | πρωτόμπαρκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πρωτόμπαρκος, -η, -ο, το αρσενικό φέρεται και ως ουσιαστικοποιημένο μεταξύ ναυτικών
- (ναυτικός όρος) χαρακτηρισμός ναυτικού στη πρώτη ναυτολόγησή του σε πλοίο
Μεταφράσεις
πρωτόμπαρκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.