πρωτοϊστορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοϊστορικός η πρωτοϊστορική το πρωτοϊστορικό
      γενική του πρωτοϊστορικού της πρωτοϊστορικής του πρωτοϊστορικού
    αιτιατική τον πρωτοϊστορικό την πρωτοϊστορική το πρωτοϊστορικό
     κλητική πρωτοϊστορικέ πρωτοϊστορική πρωτοϊστορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοϊστορικοί οι πρωτοϊστορικές τα πρωτοϊστορικά
      γενική των πρωτοϊστορικών των πρωτοϊστορικών των πρωτοϊστορικών
    αιτιατική τους πρωτοϊστορικούς τις πρωτοϊστορικές τα πρωτοϊστορικά
     κλητική πρωτοϊστορικοί πρωτοϊστορικές πρωτοϊστορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτοϊστορικός < πρωτοϊστορία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική protohistorical)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.to.i.sto.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωτοϊστορικός

Επίθετο

πρωτοϊστορικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.