πρωτοπαθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοπαθής η πρωτοπαθής το πρωτοπαθές
      γενική του πρωτοπαθούς* της πρωτοπαθούς του πρωτοπαθούς
    αιτιατική τον πρωτοπαθή την πρωτοπαθή το πρωτοπαθές
     κλητική πρωτοπαθή(ς) πρωτοπαθής πρωτοπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοπαθείς οι πρωτοπαθείς τα πρωτοπαθή
      γενική των πρωτοπαθών των πρωτοπαθών των πρωτοπαθών
    αιτιατική τους πρωτοπαθείς τις πρωτοπαθείς τα πρωτοπαθή
     κλητική πρωτοπαθείς πρωτοπαθείς πρωτοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτοπαθής < πρωτο- + -παθής, (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοπαθής[1][2]

Επίθετο

πρωτοπαθής, -ής, -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πρωτοπαθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πρωτοπαθής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.