πρωτοπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοπάθεια οι πρωτοπάθειες
      γενική της πρωτοπάθειας των πρωτοπαθειών
    αιτιατική την πρωτοπάθεια τις πρωτοπάθειες
     κλητική πρωτοπάθεια πρωτοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοπάθεια < πρωτο- + -ο- + -πάθεια

Ουσιαστικό

πρωτοπάθεια θηλυκό

  • (παρωχημένο) (ιατρική) η πρώτη πάθηση, αυτή που δεν είναι αποτέλεσμα άλλης
      ..αίτινες υπάρχουσι μεταξύ του πρώτου αποτελέσματος του ψύχους, και της γεννήσεως της φλογιστικής διαθέσεως, σχηματίζουν τήν νοσογενικήν πράξιν ή δε φλογιστική διάθεσις σχηματισθείσα είναι η πρωτοπάθεια, ή παθολογική κατάστασις. (, Η εν Αθήναις ιατρική Μέλισσα, 1857, περίοδος Α΄, τόμος πέμπτος, τυπογρ. Κ. Αντωνιάδου, σελ. 28)
      ... αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας... (και σε άλλη στήλη:) αγνώστου πρωτοπάθειας («Επιδημιολογική έρευνα στο Δήμο Σαλαμίνας για τα έτη 2005-2009», διπλωματική εργασία Αγγελικής Μιχάλαρου, Αθήνα 2012 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.