προϋπόσταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προϋπόσταση | οι | προϋποστάσεις |
| γενική | της | προϋπόστασης* | των | προϋποστάσεων |
| αιτιατική | την | προϋπόσταση | τις | προϋποστάσεις |
| κλητική | προϋπόσταση | προϋποστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προϋποστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προϋπόσταση < ελληνιστική κοινή προϋπόστασις < αρχαία ελληνική πρό + ὑπόστᾰσις < ὑφίστημι < ὑπό + ἵστημι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προϋπόσταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.